- κυστόφιλος
- κυστόφιλος, ὁ (Α)το άκρο τού καθετήρα το οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστη (Ι) + φίλος (πρβλ. ζωό-φιλος θεό-φιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek